- δυστράπεζος
- δυσ-τράπεζος [ᾰ], ον,A fed on horrid food, E.HF385 (lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δυστράπεζος — δυστράπεζος, ον (Α) αυτός που τρώει άθλια τροφή … Dictionary of Greek
δυστράπεζοι — δυστράπεζος fed on horrid food masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… … Dictionary of Greek